- σκόνταμμα
- το, Ν [σκοντάφτω]1. το αποτέλεσμα τού σκοντάφτω, πρόσκρουση σε εμπόδιο2. μτφ. το να συναντά κανείς ή κάτι δυσχέρειες, δυσκολίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκόνταμμα — το 1. πρόσκρουση σε κάποιο εμπόδιο κατά το βάδισμα: Με ένα σκόνταμμα βρέθηκε κάτω. 2. πρόσκρουση, γενικά, σε εμπόδιο: Το σκόνταμμα της υπόθεσης αυτής θα μας στοιχίσει ακριβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
περίσφαλσις — άλσεως, ἡ, Α [περισφάλλω] 1. σκόνταμμα, πέσιμο 2. ανατροπή, αναποδογύρισμα … Dictionary of Greek
πρόσκρουση — η / πρόσκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προσκρούω] το να προσκρούει κανείς πάνω σε κάποιον ή κάτι, το να έρχεται σε βίαιη επαφή, σε σύγκρουση νεοελλ. 1. σκόνταμμα 2. μτφ. σύγκρουση αρχ. προσβολή ή δυσαρέστηση κάποιου … Dictionary of Greek
σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… … Dictionary of Greek
σφάλμα — το, ΝΜΑ [σφάλλω] παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα») 2. μαθημ. η… … Dictionary of Greek
πρόσκρουση — η το να προσκρούει κανείς, το σκόνταμμα, η προσάραξη πλοίου: Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο υπήρξε σφοδρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουντούφλα — η σκόνταμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)